- περιβόσκομαι
- περιβόσκομαι, of beasts, fishes, etc.,A feed on all round, Nic.Al. 391, Th.611, Luc.Asin.17 ; of tribes,
π. ἔθνεα γαῖαν D.P.383
: metaph.,οὐδέ ποτε χθιζὸν περιβόσκεται ἄνθρακα τέφρη Call.Ap.84
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.